τηλεταχύμετρo

τηλεταχύμετρo
το, Ν
τεχνολ. συσκευή που προσδιορίζει από απόσταση την ταχύτητα ενός οχήματος, όπως είναι λ.χ. τα ραντάρ τής τροχαίας με τα οποία ελέγχεται η ταχύτητα τών οχημάτων στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. teletachymetre < τηλ(ε)-* + ταχύμετρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”